φυτίνη

φυτίνη
η, Ν
1. (βιοχ.) γλυκιδική αποταμιευτική ουσία, που εμπεριέχεται σε πολλά σπέρματα, λ.χ. τών δημητριακών, και αποτελείται από άλατα τού ασβεστίου και μαγνησίου τού φυτικού οξέος
2. εμπορική ονομασία μαργαρίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phytine, εμπορ. ονομ. (< φυτόν + κατάλ. -ίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”